πολυγύμναστος

πολυγύμναστος
-ον, Α
1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος
2. (κατ' επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» — μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α-γύμναστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυγύμναστον — πολυγύμναστος of much experience masc/fem acc sg πολυγύμναστος of much experience neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγυμνάστοις — πολυγύμναστος of much experience masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”